ἀροτρητήν

ἀροτρητήν
ἀροτρητής
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλασιβώλαξ — κλασιβῶλαξ, ώλακος, ό, ή (Α) αυτός που θραύει τους βώλους τής γης («χαλκὸν ἀροτρητήν, κλασιβώλακα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶ (πρβλ. κλάσις) + βῶλαξ «βῶλος απὸ χώμα». Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”